- οἰκοδόμησε
- οἰκοδομέωbuild a houseaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
ευπόλεμος — (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Αρχιτέκτονας από το Άργος. Όταν το 420 π.Χ. περίπου, καταστράφηκε από πυρκαγιά το Ηραίον του Άργους εξαιτίας αμέλειας της ιέρειας Χρυσηίδας, ο Ε. οικοδόμησε κοντά στα ερείπιά του ναό δωρικού ρυθμού, με γλυπτές μετόπες και… … Dictionary of Greek
ηλιολατρία — Η λατρεία του Ήλιου ως θεού. H παράδοση της θεοποίησης του Ήλιου, που ως πηγή φωτός και θερμότητας ήταν εύλογο να ταυτιστεί συμβολικά από την πρωτόγονη φαντασία με την αρχέγονη δημιουργική δύναμη του κόσμου, συνδέεται κυρίως με τις θρησκευτικές… … Dictionary of Greek
καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… … Dictionary of Greek
μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή … Dictionary of Greek
Αγρικόλας, Γναίος Ιούλιος — (Cneius Julius Agricola, 40; – 93 μ.X.).Ρωμαίος στρατηγός, γνωστός για τις κατακτήσεις του στη Βρετανία και για τη βιογραφία που του έγραψε ο γαμπρός του, ιστοριογράφος Τάκιτος, που είχε νυμφευτεί την κόρη του Δομιτία. Ο Α. ήταν νήπιο όταν o… … Dictionary of Greek
Αδριανού, Πύλη — Θριαμβευτική αψίδα που έστησαν οι Αθηναίοι για να τιμήσουν τον αυτοκράτορα Αδριανό, κοντά στον ναό του Ολυμπίου Διός (Ολυμπιείο). Η πύλη, που σώζεται έως σήμερα, χώριζε άλλοτε την παλαιά πόλη του Θησέα από τη νέα, την Αδριανούπολη, που την… … Dictionary of Greek
Αζαρίας — I Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Ιούδα (779 740 π.Χ.).Γιοςτου Αμασίου ή Αμεσσίου και της Ιεχελία. Αναφέρεται και ως Οζίας. Ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία 16 ετών. Η βασιλεία του υπήρξε καλή. Παραμέλησε, όμως, τα καθήκοντά του προς τον Θεό … Dictionary of Greek
Αμάσεια — Αρχαία πόλη του Πόντου και σύγχρονη της Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.520 τ. χλμ., 384.200 κάτ. το 2002), στη σιδηροδρομική γραμμή Σίβα Σαμψούντας, σε απόσταση 345 χλμ. από την Άγκυρα. Τη διαρρέει o ποταμός Ίρις (Γεσιλιρμάκ).… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek